Σάββατο 20 Ιουλίου 2013

Ο γάμος της Ποντικούλας

Μια φορά κι έναν καιρό 
ήταν μια οικογένεια ποντικών. 
Ο μπαμπάς ο πόντικας, η μαμά η ποντικίνα και η μοναχοκόρη τους η ποντικούλα. 
Τέτοια όμορφη ποντικούλα δεν υπήρχε πουθενά! Ο πόντικας και η ποντικίνα μεγάλωσαν την κόρη τους όσο καλύτερα μπορούσαν και όταν μεγάλωσε για τα καλά, αποφάσισαν να την παντρέψουν.
Με ποιόν όμως; Ήθελαν τον καλύτερο!
- Ποιος είναι ο καλύτερος; 
Σκέφτηκαν, σκέφτηκαν και τελικά τον βρήκαν! 
- Ο ήλιος, είπαν και οι δυο μαζί, και έτριψαν τα μουστάκια τους ευχαριστημένοι.
Ετοιμάστηκαν την άλλη μέρα και ξεκίνησαν να βρουν τον ήλιο. Περπάτησαν, περπάτησαν και κάποτε έφτασαν στο παλάτι του ήλιου. Εκείνος τους καλοδέχτηκε και τους ρώτησε για το σκοπό της επίσκεψής τους.
- Να, του είπαν, έχουμε μια πολύ καλή και όμορφη κόρη, την ποντικούλα μας. Είναι καιρός να την παντρέψουμε και σκεφτήκαμε εσένα για γαμπρό, γιατί είσαι ο καλύτερος.
Ο ήλιος χαμογέλασε και είπε:
- Ευχαριστώ για την τιμή που μου κάνετε, αλλά δεν είμαι εγώ ο καλύτερος.
- Μα πώς; ρώτησαν γεμάτοι απορία ο πόντικας και η ποντικίνα. Αφού είσαι πιο ψηλά απ΄ όλους, βλέπεις όλον τον κόσμο, δίνεις ζωή σε όλα τα ζώα και τα φυτά της γης, όλοι σε αγαπούν και σε θαυμάζουν. Κανένας δεν μπορεί να σε νικήσει.
- Και όμως κάνετε λάθος. Με νικάει το σύννεφο. Όταν μπαίνει μπροστά μου, τίποτα δεν μπορώ να κάνω.
Δίκιο έχει, σκέφτηκαν οι ποντικοί. Χαιρέτησαν και έφυγαν.
Την άλλη μέρα πήγαν και βρήκαν το σύννεφο, που ήταν γκρίζο και τεράστιο.
Το σύννεφο τους καλωσόρισε και οι ποντικοί του είπαν το σκοπό της επίσκεψής τους.
- Ο ήλιος μας είπε πως εσύ είσαι δυνατότερος από εκείνον και γι αυτό ήρθαμε σε σένα, αφού θέλουμε να παντρέψουμε την κόρη μας την ποντικούλα με τον καλύτερο και τον δυνατότερο.
Το σύννεφο κουνήθηκε, άλλαξε σχήμα, έγινε πιο γκρίζο και είπε:
- Μεγάλη η τιμή που μου κάνετε να παντρευτώ τη μοναχοκόρη σας, μα αφού θέλετε τον καλύτερο και τον δυνατότερο να ξέρετε ότι δεν είμαι εγώ αυτός.
- Και ποιος είναι; ρώτησαν με απορία οι ποντικοί.
- Είναι ο αέρας, απάντησε το σύννεφο. Όταν φυσάει με πηγαίνει όπου θέλει. Όσο κι αν αντισταθώ δεν καταφέρνω να τον νικήσω.
- Δίκιο έχεις, είπαν οι ποντικοί και έφυγαν.
Σε λίγες μέρες ετοιμάστηκαν και ξεκίνησαν για ένα μακρινό ταξίδι, πέρα μακριά, στη χώρα του αέρα.
Κάποτε έφτασαν. Βρήκαν τον αέρα και του είπαν πως ήρθαν να του ζητήσουν να παντρευτεί την κόρη τους την ποντικούλα, αφού εκείνος είναι ο δυνατότερος απ΄ όλους.
- Ευχαριστώ για την τιμή που μου κάνετε και ευχαρίστως θα παντρευόμουν την κόρη σας, αλλά, δυστυχώς, δεν είμαι ο δυνατότερος από όλους.
- Δεν είσαι; και ποιος είναι;
- Ελάτε μαζί μου, είπε ο αέρας και τους οδήγησε σε ένα ψηλό σημείο. Εκεί σταμάτησε, έδειξε μπροστά με το δάχτυλό του και είπε:
- Δυνατότερος από μένα είναι αυτός εκεί ο ψηλός πύργος. Χρόνια και χρόνια προσπαθώ να τον γκρεμίσω και δεν τα ΄χω καταφέρει ακόμα. Φυσάω με όλη μου τη δύναμη και δεν κουνιέται ούτε ρούπι από τη θέση του. Αυτός είναι, λοιπόν, καλύτερος και δυνατότερος από μένα και αξίζει να παντρευτεί τη μοναχοκόρη σας.
Οι ποντικοί χαιρέτησαν τον αέρα, τον ευχαρίστησαν και έφυγαν.
Περπάτησαν, περπάτησαν και έφτασαν στον ψηλό πύργο.
Στάθηκαν και τον κοίταζαν.
- Πω, πω! Τι μεγάλος και ψηλός είναι! Σαν να ΄χε δίκιο ο αέρας. Βρήκαν, επιτέλους, το δυνατότερο και τον καλύτερο γαμπρό για την κόρη τους.
Χαιρέτησαν τον πύργο και του είπαν γιατί τον επισκέφτηκαν.
Ο πύργος γελώντας απάντησε:
- Νομίζετε, αγαπητοί μου ποντικοί, ότι εγώ είμαι ο δυνατότερος απ΄ όλους; Πόσο λάθος κάνετε! Μάθετε, λοιπόν, πως δυνατότεροι απ΄ όλους είστε εσείς, οι ποντικοί. Ναι, καλά ακούσατε. Εσείς οι ποντικοί, ξανάπε ο πύργος και ο πόντικας και η ποντικίνα έμειναν να τον κοιτάζουν με το στόμα ανοιχτό από την έκπληξη.
- Μα πώς; ρώτησαν.
- Να, είπε ο πύργος. Εγώ μπορεί να είμαι μεγάλος και ψηλός, αλλά εσείς οι ποντικοί χρόνια τώρα σκάβετε και τρώτε τα θεμέλιά μου. Έχετε ανοίξει τόσο πολλές τρύπες που με δυσκολία κρατιέμαι όρθιος. Λίγο ακόμα να σκάψετε και θα γίνω ένας μεγάλος σωρός από πέτρες και χώματα.
Αυτά είπε ο πύργος και οι ποντικοί κοιτάχτηκαν παραξενεμένοι και άφωνοι.
Σε λίγο ευχαρίστησαν τον πύργο και γύρισαν στη φωλιά τους.
Εκεί βρήκαν την ποντικούλα να τους περιμένει. Αγκαλιάστηκαν και αποφάσισαν ότι η αγαπημένη τους μοναχοκόρη έπρεπε να παντρευτεί έναν καλό και δυνατό ποντικό, αφού οι ποντικοί ήταν οι δυνατότεροι, οι καλύτεροι και οι πιο σπουδαίοι από όλους.
Και πραγματικά σε λίγο καιρό η ποντικούλα παντρεύτηκε έναν όμορφο, νεαρό ποντικό, καφετί και μεγάλο, με στρογγυλά χαριτωμένα αυτάκια και με μια μακριά ουρά.
Ήταν έξυπνος και αγαπούσε πολύ τη γυναίκα του την ποντικούλα.
Όλοι ήταν χαρούμενοι και ευτυχισμένοι. Γλέντησαν και χόρεψαν στο γάμο.
Σε λίγο καιρό είχαν και δυο παιδάκια, δυο μικρούς ποντικούληδες που πιο όμορφοι πουθενά στον κόσμο δεν υπήρχαν.
Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!
Ο βασιλιάς με τα γαϊδουρινά αυτιά (παιδικό παραμύθι)

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς που ήταν πολύ λυπημένος
γιατί δεν είχε παιδιά. Σαν απελπίστηκε, πήγε σ΄ ένα μακρινό δάσος για
ν΄ ανταμώσει τρεις νεράιδες, που έμεναν εκεί και να τους πει τον πόνο του.
Οι νεράιδες τον λυπήθηκαν και του ΄ταξαν πως σ΄ένα χρόνο και μια
μέρα, θα είχε τον διάδοχο.

Και σ΄ένα χρόνο και μια μέρα, ούτε πάνω ούτε κάτω, η βασίλισσα
γέννησε παιδί.

Την άλλη νύχτα απ΄ την γέννησή του, οι τρεις νεράιδες φάνηκανμπροστά στην κούνια του, για να του κάνουν τα πεσκέσια τους.
Η πρώτη νεράιδα είπε:

- Θα ΄σαι το πιο όμορφο βασιλόπουλο του κόσμου.

Η δεύτερη είπε:

- Θα ΄σαι τίμιος και σοφός.

Η τρίτη νεράιδα, σαν άκουσε να του τάζουν τόσα όμορφα χαρίσματα, συλλογίστηκε λίγο και είπε: 
- Μα θα ΄χεις και γαϊδουρινά αυτιά, για να μην γίνεις ποτέ
περήφανος.
Οι τρεις νεράιδες έκαναν τα πεσκέσια τους και χάθηκαν. Κι ό,τι
του ΄ταξαν έγινε στην ακρίβεια. Το βασιλόπουλο μεγάλωνε σα δέντρο
κι ομόρφαινε και γινόταν τίμιο και μυαλωμένο, αλλά τον ίδιο καιρό
μεγάλωναν και τ΄αυτιά του.
Ο βασιλιάς και η βασίλισσα είχαν φρίξει. Ποιός είχε ακούσει ποτέ
για βασιλόπουλο με γαϊδουρινά αυτιά; Πώς μπορούσε να περιμένει
σεβασμό και αγάπη από τους υπηκόους του, αν το έπαιρναν χαμπάρι;
Κι έτσι έκρυβαν τ΄ αυτιά του βασιλόπουλου, που φορούσε πάντα ένα
ειδικό κασκέτο.
Κατάφεραν λοιπόν, να κρατήσουν το μυστικό για το φοβερό 
ελάττωμα του βασιλόπουλου και κανένας ποτέ δεν έμαθε τίποτα.
Όλοι πίστευαν πως ήταν το πιο όμορφο και πιο μυαλωμένο βασιλόπουλο
του κόσμου και περίμεναν πώς και πώς, πότε να ΄ρθει η μέρα για να
γίνει βασιλιάς.
Το καλό βασιλόπουλο μεγάλωνε κι έγινε ένα ψηλό και όμορφοπαλικάρι. Όσο ήταν μικρός, είχε τα μαλλιά του μακριά σαν κορίτσι,
μα τώρα δεν ήταν πια δυνατό και ήθελε μπαρμπέρη. Σαν ο βασιλιάς το
πήρε είδηση, στεναχωρήθηκε πολύ κι έμεινε ξάγρυπνος ολόκληρη νύχτα
και συλλογιόταν πως να βρει μπαρμπέρη για το βασιλόπουλο, δίχως να
φανερωθεί το μυστικό, που του΄φερνε ντροπή.
Κι επιτέλους, του ΄ρθε μια ιδέα. Φώναξε τον αρχηγό του συναφιού
των μπαρμπέρηδων, τον κάλεσε μονάχο στο τραπέζι του και του είπε με
βαριά φωνή:

- Μαστρο - μπαρπέρη, σε περιμένει μια μεγάλη τιμή.
Αποφάσισα να σε κάνω μπαρμπέρη του παλατιού, για το 
βασιλόπουλο. Η δουλειά σου θα ΄ναι να ξυρίζεις το βασιλόπουλο
κάθε μέρα και να του κόβεις τα μαλλιά, μια φορά τη βδομάδα.
Δεν είναι δύσκολη δουλειά κι αν φερθείς φρόνημα θα σε κάνω
πλούσιο. Μα, αν πεις και μια κουβέντα γι΄ αυτό που θα δεις στη
δουλειά σου, είσαι άνθρωπος πεθαμένος.

Ο καλός μας μπαρμπέρης δεν ήξερε αν ήταν ξύπνιος ή έβλεπε όνειρο
και υποσχέθηκε πως θα ΄κλεινε το στόμα του σαν τάφος. Την ίδια κιόλας
μέρα, τον έκαναν επίσημα μπαρμπέρη του βασιλόπουλου. Έμενε στο 
παλάτι, έτρωγε απ΄ την κουζίνα, έπαιρνε μέρος στα συμβούλια, είχε ό,τι
μπορούσε να πεθυμήσει και ήταν πιο χαρούμενος και ευτυχισμένος από
πολλούς άλλους.
Μα η χαρά του δεν κράτησε πολύ. Δεν είχε περάσει μήνας κι ο
μπαρμπέρης του βασιλόπουλου άρχισε να γίνεται κίτρινος, ν΄αδυνατίζει
και να λειώνει σαν να ΄ταν άρρωστος. Μα δεν ήταν άρρωστος.
Τον βάραινε πολύ το μυστικό με τ΄ αυτιά του βασιλόπουλου, που δεν
μπορούσε να το πει σε κανέναν στον κόσμο.
Ο κακότυχος μπαρμπέρης, πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Μια
μέρα, που με το ζόρι μπόρεσε να κρατήσει το ψαλίδι και το ξυράφι στο
χέρι απ΄την ανημποριά του, πήγε στο δάσος να ζητήσει ορμήνια από έναν
ερημίτη.
Ο ερημίτης τον άκουσε και του είπε:

- Αν είναι τούτο το μυστικό που σε βασανίζει, βρες μια ερημιά,
σκάψε μια τρύπα στο χώμα και πες στην τρύπα το μυστικό σου.
Θα θάψεις εκεί το βάσανό σου και η γη δεν θα σε προδώσει.

Ο καλός μπαρμπέρης ευχαρίστησε το γέρο και στη στιγμή έκανε ό,τι
τον είχε ορμηνέψει. Η ορμήνια του ερημίτη ήταν πολύ καλή: σαν ο
μπαρμπέρης είπε το φοβερό του μυστικό στην τρύπα που ΄σκαψε σε
μακρινό τόπο, ένοιωσε στη στιγμή καλύτερα. Γέμισε πάλι καλά - καλά
την τρύπα με χώμα και γύρισε σπίτι του τραγουδώντας.
Σε λίγο καιρό, φύτρωσαν όμορφα καλάμια στον τόπο όπου ο
μπαρμπέρης είχε σκάψει την τρύπα για να ξεφορτωθεί το μυστικό του.
Μια μέρα, μερικοί τσοπάνοι πέρασαν από ΄κει με τα πρόβατά τους κι
έκοψαν κάνα - δυο καλάμια για να κάνουν σουραύλια.

Μα αλίμονο, τιι έγινε τότε; Αν άρχισαν να παίζουν τα σουραύλια,
μια παράξενη φωνή βγήκε απ΄ τα καλάμια:

Το βασιλόπουλό μας έχει γαϊδουρινά αυτιά,
το βασιλόπουλό μας έχει γαϊδουρινά αυτιά.

Η ιστορία με τα μαγικά σουραύλια και το παράξενο τραγούδι τους,
σκόρπισε σ΄όλη τη χώρα σαν αστραπή. Δεν χρειάστηκε πολύ για να
φτάσει και στο παλάτι και στ΄αυτιά του βασιλιά.
Σαν ο βασιλιάς άκουσε το φοβερό μαντάτο, φώναξε τους τσοπάνους
και τους πρόσταξε να παίξουν. Μα, οι φουκαράδες, όσο κι αν πάρχιζαν,
απ΄τα σουραύλια τους δεν έβγαινε παρά τούτο το παράξενο τραγούδι:
Το βασιλόπουλό μας έχει γαϊδουρινά αυτιά, το βασιλόπουλό μας έχει γαϊδουρινά αυτιά.

Ο βασιλιάς δοκίμασε να παίξει κι ο ίδιος ένα σουραύλι, μα τίποτα δενάλλαξε. Ο βασιλιάς ήταν πολύ θυμωμένος. Ποιός άλλος μπορούσε να τον
έχει προδώσει, εκτός απ΄τον μπαρμπέρη του παλατιού; Είπε να τον
φέρουν μπροστά του και χωρίς κουβέντα, πρόσταξε να του πάρουν το
κεφάλι.
Τότε όμως, σηκώθηκε το βασιλόπουλο, έβγαλε το κασκέτο του μπροστάσε όλους και είπε:

- Όχι, βασιλιά μου και πατέρα μου, δεν πρέπει να καταδικάσεις
τον μπαρμπέρη μόνο και μόνο επειδή είπε την αλήθεια.
Άσε να δει όλος ο κόσμος ό,τι κρύβαμε τόσον καιρό. Αν το
θελήσει ο Θεός, θα γίνω καλός βασιλιάς είτε έχω είτε δεν έχω
αυτιά γαϊδάρου. 
Έτσι γλίτωσε ο μπαρμπέρης χάρη στο βασιλόπουλο. Μα μπορείτε να
φανταστείτε τη χαρά όλων, και πιο πολύ του βασιλιά και της βασίλισσας,
όταν ξαφνικά είδαν πως το βασιλόπουλο δεν είχε πια εκείνα τα σταχτιά,
γαϊδουρινά αυτιά !!! Τι είχε γίνει; 
Η τρίτη νεράιδα, σαν ένιωσε πως η καρδιά του βασιλόπουλου δενείχε περηφάνια, έλυσε τα μάγια.
Μπορείτε λοιπόν να καταλάβετε, πως όλοι ήταν ευχαριστημένοι μετούτο το χαρούμενο τέλος. Ο λαός ήταν ευχαριστημένος, το παλάτι ήτανευχαριστημένο, ο βασιλιάς ήταν ευχαριστημένος, το βασιλόπουλο ήτανευχαριστημένο και βέβαια ήταν ευχαριστημένος και ο μπαρμπέρης.Στο κάτω - κάτω, κόντεψε να χάσει τη ζωή του γι΄αυτή την ιστορία. Από τότε, τα σουραύλια που τον είχαν προδώσει, δεν είπαν πιατο τραγούδι για τ΄αυτιά του βασιλόπουλου, μ΄ όλο που τα πιτσιρίκια,κάθε τόσο και πολύ μυστικά, πασχίζουν να τα κάνουν να το ξαναπούν.

Τετάρτη 2 Ιανουαρίου 2013

Εύχομαι σε όλο τον κόσμο το 2013 να είναι μια χρονιά με υγεία, αγάπη , ευτυχία και η μαγική νεράιδα των παραμυθιών, να μας ραντίζει με το ραβδάκι της χαρούμενες στιγμές!!!!
ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ!!!

  

Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2012

Τσὰρλς Ντίκενς – Χριστουγεννιάτικη ἱστορία ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΜΑΡΛΕΪ


Παραμονὴ Χριστουγέννων. Σκυμμένος πάνω ἀπ᾿ τὸ γραφεῖο του, ὁ Ἐμπενέζερ Σκροῦτζ δούλευε ἀσταμάτητα. Τὸ δωμάτιο ἦταν μᾶλλον κρύο, γιατί τὰ λιγοστὰ κάρβουνα στὴ σόμπα δὲν ζέσταιναν ἀρκετά. Ὄχι ὄχι ἔλειπαν τοῦ Σκροῦτζ τὰ χρήματα γιὰ ν᾿ ἀγοράσει περισσότερα κάρβουνα. Ἀλλὰ ὁ Ἐμπενέζερ Σκροῦτζ ἦταν ἕνας φοβερὸς τσιγκούνης! Στὸ διπλανὸ δωμάτιο, χωρὶς θερμάστρα, ἐργαζόταν ὁ Μπὸμπ Κράτσιτ, ὁ κλητήρας του, ποὺ ἔτρεμε ὁλόκληρος ἀπὸ τὴν παγωνιά. Ξαφνικὰ ἡ πόρτα ἄνοιξε κι ἕνας χαμογελαστὸς ἄντρας μπῆκε στὸ γραφεῖο.
«Θεῖε, Καλὰ Χριστούγεννα!».
«Κακά, ψυχρὰ κι ἀνάποδα...» γκρίνιαξε ὁ Σκροῦτζ.
«Θεῖε μου, μὴ μουτρώνεις. Ἦρθα νὰ σὲ καλέσω γιὰ τὸ μεσημέρι», εἶπε ὁ Φρέντ, ὁ ἀνιψιός του.
Ἀλλὰ ὁ Σκροῦτζ ἀρνήθηκε τὴν πρόσκληση. Ποτέ του δὲν γιόρταζε τὰ Χριστούγεννα. Τὰ θεωροῦσε χάσιμο χρόνου. Ὅμως ἡ ἀπάντηση τοῦ Σκροῦτζ δὲ χάλασε τὸ κέφι τοῦ Φρέντ. Ἔφυγε χαμογελαστός, ἀφοῦ προηγουμένως ἀντάλλαξε εὐχὲς μὲ τὸν Μπὸμπ Κράτσιτ.
Λίγα λεπτὰ ἀργότερα χτύπησαν τὴν πόρτα. Ὁ ὑπάλληλος ἔτρεξε ν᾿ ἀνοίξει. Παρουσιάστηκαν δυὸ κύριοι.
«Ἐδῶ εἶναι ἡ ἑταιρεία Σκροῦτζ καὶ Μάρλεϊ;» ρώτησε ὁ πρῶτος.
«Ὁ συνέταιρός μου, ὁ Μάρλεϊ, πέθανε σὰν ἀπόψε πρὶν ἀπὸ ἑφτὰ χρόνια», τοῦ ἀπάντησε ψυχρὰ ὁ Σκροῦτζ.
«Τὰ συλλυπητήρια μου», εἶπε ὁ δεύτερος.
«Ἐμεῖς κάνουμε ἔρανο γιὰ τοὺς φτωχούς. Αὔριο, ποὺ ξημερώνει μέρα χαρᾶς, ὑπάρχουν, δυστυχῶς, ἄνθρωποι ποὺ ὑποφέρουν ἀπὸ τὸ κρύο καὶ τὴν πείνα. Μποροῦμε νὰ ἔχουμε τὴ συνδρομή σας;».
Ὁ γέρο-σπαγκοραμμένος δὲν εἶχε σκοπὸ νὰ ξοδέψει οὔτε μία πένα γιὰ νὰ βοηθήσει τοὺς συνανθρώπους του καὶ ἀπάντησε ἀρνητικὰ στοὺς δυὸ ἐπισκέπτες.
Ἐκεῖνοι ἔφυγαν ἀπογοητευμένοι, χωρὶς νὰ τὸν πιέσουν περισσότερο.
Νύχτωσε. Ἦρθε ἡ ὥρα νὰ κλείσει τὸ γραφεῖο. Ὁ Σκροῦτζ φόρεσε τὸ παλτὸ καὶ τὸ καπέλο του καὶ πῆρε στὸ χέρι τὸ μπαστούνι του. Μὲ τὴ σειρά του, ὁ Μπὸμπ Κράτσιτ ἑτοιμάστηκε κι αὐτὸς νὰ φύγει.
«Ὑποθέτω ὅτι δὲν θέλεις νὰ δουλέψεις αὔριο», τοῦ εἶπε ὁ Σκροῦτζ μὲ δυσφορία. Ὁ Μπὸμπ κούνησε καταφατικὰ τὸ κεφάλι.
«Ἂ-ἂ-ἂν δὲ σᾶς πειράζει, κύ-κύ-κύριε Σκροῦτζ», τραύλιζε ὁ καημένος ὁ Μπόμπ.
«Δὲ μοῦ ἀρέσει νὰ σὲ πληρώνω ὅταν δὲν ἐργάζεσαι», τὸν διέκοψε ὁ Σκροῦτζ. «Πάντως, μεθαύριο θὰ πιάσεις ἀπὸ νωρὶς δουλειά!».
Ὁ Μπὸμπ τὸν εὐχαρίστησε κι ἔτρεξε ἔξω νὰ βρεῖ κάτι παιδάκια ποὺ διασκέδαζαν κάνοντας τσουλήθρα στὸν παγωμένο δρόμο.
Ἀδιαφορώντας γιὰ τὴ γιορταστικὴ ἀτμόσφαιρα, ὁ Σκροῦτζ ἔφαγε, ὅπως συνήθως, μόνος του σὲ μιὰ γειτονικὴ ταβέρνα.
Ἔπειτα, τράβηξε γιὰ τὸ σπίτι του. Τὸ κτίριο ὅπου ἔμενε βρισκόταν στὴν ἄκρη ἑνὸς στενοῦ καὶ σκοτεινοῦ δρόμου. Τὸ παλιὸ καὶ φθαρμένο διαμέρισμα ἀνῆκε κάποτε στὸ συνέταιρό του, τὸν Τζὰκ Μάρλεϊ.
Ὁ Σκροῦτζ ἔβγαλε τὸ κλειδὶ γιὰ νὰ ξεκλειδώσει τὴν ἐξώπορτα. Τὸ ρόπτρο, ἂν καὶ μεγάλο, δὲν εἶχε τίποτα τὸ ἰδιαίτερα ὄμορφο πάνω του. Κι ὅμως, ἐκείνη τὴ βραδιὰ ἔμοιαζε λουσμένο σ᾿ ἕνα ἀπόκοσμο φῶς. Ὁ Σκροῦτζ, πραξενεμένος, ἔσκυψε νὰ ἐξετάσει καλύτερα... καὶ τότε ἀντίκρισε τὸ πρόσωπο τοῦ Μάρλεϊ νὰ τὸν κοιτάζει!.. Τὴν ἑπόμενη στιγμὴ ὅμως ξανάγινε ἕνα κοινότατο ρόπτρο. Ταραγμένος ὁ Σκροῦτζ μπῆκε στὸ διαμέρισμα, μαντάλωσε τὴν πόρτα πίσω του καὶ προχώρησε στὴ σάλα.
Στὴ συνέχεια, ἔβγαλε τὸ παλτό του, φόρεσε τὶς παντόφλες του καὶ κάθησε μπροστὰ στὸ τζάκι. Πάνω στὴ σχάρα τρεμόσβηναν λίγες ἀδύναμες φλόγες. Ξαφνικά, ἀπ᾿ τὴ μεριὰ τῆς ἀποθήκης ἄκουσε νὰ σέρνονται βαριὲς ἁλυσίδες. Μέσα ἀπὸ τὴν κλειστὴ πόρτα γλίστρησε μία παράξενη σκιὰ καί, αἰωρούμενη, ἦρθε καὶ στάθηκε στὴ μέση του δωματίου. Τούτη τὴ φορὰ δὲν ὑπῆρχε καμιὰ ἀμφιβολία. Ἦταν τὸ φάντασμα τοῦ παλιοῦ συνεταίρου τοῦ Σκροῦτζ, ποὺ εἶχε πεθάνει ἀκριβῶς πρὶν ἑφτὰ χρόνια. Ὁ γέρος δὲν μποροῦσε νὰ πιστέψει στὰ μάτια του.
«Ποιὸς εἶσαι;» ψιθύρισε.
«Ποιὸς ἤμουν!» τὸν διόρθωσε τὸ φάντασμα. «Ἤμουν ὁ Τζὰκ Μάρλεϊ, ὁ συνέταιρός σου. Δὲ μὲ θυμᾶσαι;».
Τὸ φάντασμα τοῦ Μάρλεϊ κάθησε στὴν ἀγαπημένη του πολυθρόνα. Ὁ Σκροῦτζ, ποὺ κόντευε νὰ λιποθυμήσει ἀπὸ τὸ φόβο του, τὸν ρώτησε ἱκετευτικά: «Τζάκ, πές μου, τί θέλεις;».
«Βλέπεις αὐτὲς τὶς ἁλυσίδες;» τὸν ρώτησε τὸ φάντασμα. «Κάθε κρίκος τους ἀντιπροσωπεύει καὶ μία ἄσχημη κουβέντα τῆς ζωῆς μου. Ὅσο γιὰ τὰ βαριὰ χρηματοκιβώτια ποὺ σέρνω; Εἶναι τὰ πλούτη ποὺ συγκέντρωσα καὶ δὲν τὰ χρησιμοποίησα σωστά. Ὅλα αὐτὰ θέλω νὰ τὰ σκεφτεῖς σοβαρὰ καὶ νὰ δεῖς καὶ τὴ δική σου ζωὴ ἀλλιῶς, Σκροῦτζ!». Τὸ φάντασμα σώπασε γιὰ λίγο κι ὕστερα συνέχισε:
«Ἦρθα νὰ σὲ προειδοποιήσω. Ἔχεις ἀκόμη μιὰ εὐκαιρία νὰ γλιτώσεις ἀπὸ τὴ δική μου μοίρα, θὰ ἔρθουν τρία πνεύματα. Τὸ πρῶτο θὰ σὲ ἐπισκεφθεῖ ἀπόψε, στὴ μία μετὰ τὰ μεσάνυχτα. Τὸ δεύτερο αὔριο, τὴν ἴδια ὥρα. Καὶ τὸ τρίτο μεθαύριο, μόλις χτυπήσει τὸ ρολόι δώδεκα. Αὐτὴ εἶναι ἡ τελευταία σου ἐλπίδα!..».
Καὶ μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ὁ Μάρλεϊ ξαναέφυγε γιὰ νὰ συναντήσει τὰ ἄλλα φαντάσματα ποὺ περιπλανιοῦνται ἀσταμάτητα στὶς ὁμίχλες τῆς αἰωνιότητας. Ἐξαντλημένος ὁ Σκροῦτζ, ἔπεσε χωρὶς νὰ γδυθεῖ στὸ κρεβάτι του κι ἀποκοιμήθηκε .
Ἦταν ἀκόμη σκοτάδι ὅταν ξύπνησε ὁ Σκροῦτζ. Νόμισε πὼς τὸ ρολόι εἶχε σταματήσει, θυμόταν ὅτι ἔπεσε νὰ κοιμηθεῖ μετὰ τὶς δυό. Τὸ ρολόι χτύπησε μία ἀκριβῶς.
Ἀμέσως, μιὰ λάμψη δυνατὴ πλημμύρισε τὴν κρεβατοκάμαρα. Ὁ Σκροῦτζ ἀνασηκώθηκε καὶ τότε εἶδε ἐμπρός του μιὰ περίεργη ὀπτασία. Εἶχε τὸ ἀνάστημα, τὸ πρόσωπο, τὰ χέρια ἑνὸς μικροῦ παιδιοῦ, ἀλλὰ τὰ μαλλιά της ἦταν ὁλόλευκα ὅπως ἑνὸς γέρου. Ἀπὸ τὸν ὦμο, πάνω ἀπὸ τὸ λευκό, κοντὸ χιτώνιό της, κρεμόταν μιὰ γιρλάντα λιόπρινο, σύμβολο τοῦ χειμῶνα.
«Μὴ φοβᾶσαι», τοῦ εἶπε ἡ ὀπτασία. «Εἶμαι τὸ Χριστουγεννιάτικο Πνεῦμα τοῦ Παρελθόντος κι ἦρθα νὰ σὲ βοηθήσω».
Πῆρε τὸν Σκροῦτζ ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸν ὁδήγησε στὸ παράθυρο.
Ὁ Σκροῦτζ φοβήθηκε μήπως πέσει, ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα τὸν ἐνθάρρυνε νὰ πετάξει μαζί του πάνω ἀπὸ στέγες καὶ ἀγρούς. Κι ἦταν πρωὶ ὅταν ἔφτασαν σὲ μία μικρὴ ἐπαρχιακὴ πόλη.
«Μά, ἐδῶ πέρασα τὰ παιδικά μου χρόνια», μουρμούρισε κατάπληκτος ὁ Σκροῦτζ.
«Ἔ, τότε, θὰ ξέρεις τὸ δρόμο γιὰ νὰ ἔρθεις ἐδῶ», τὸν ρώτησε τὸ Πνεῦμα.
«θὰ μποροῦσα νὰ τὸν βρῶ μὲ κλειστὰ μάτια», ἀπάντησε ἐκεῖνος.
«Κι ὅμως, δείχνεις σὰν νὰ ἔχεις ξεχάσει ἀκόμη καὶ τὴν ὕπαρξη αὐτοῦ τοῦ τόπου», παρατήρησε αὐστηρὰ τὸ Πνεῦμα.
Ὕστερα βάδισαν πάνω στὸ χιονισμένο δρόμο συναντώντας φυσιογνωμίες γνωστές. Ἀγρότες μὲ τὶς ἅμαξες, παιδιὰ μὲ τ᾿ ἀλογάκια τους. Ὁ Σκροῦτζ τοὺς θυμόταν ὅλους. Τοὺς φώναξε μάλιστα μὲ τὰ ὀνόματά τους. Ἀλλὰ κανεὶς δὲν τοῦ ἀπάντησε!
«Εἶναι μόνο σκιές», τοῦ ἐξήγησε τὸ Πνεῦμα, «δὲν μᾶς βλέπουν».
Ὁ Σκροῦτζ χάρηκε πολὺ ποὺ ξαναεῖδε φίλους καὶ γνωστοὺς ἀπὸ τὰ νιᾶτα του. Καὶ τούτη ἡ χαρὰ ἦταν πρωτόγνωρη γι᾿ αὐτόν. Σὲ λίγο, οἱ δυὸ ταξιδιῶτες ἔφτασαν σ᾿ ἕνα χωριουδάκι. Μπῆκαν σ᾿ ἕνα μεγάλο κτίριο χτισμένο ἀπὸ τοῦβλα. Στὸ ἐσωτερικὸ ἀντίκρισαν σειρὲς θρανία. Ἦταν σχολεῖο μὲ οἰκότροφους μαθητές, ποὺ σπούδαζαν μακριὰ ἀπὸ τὶς οἰκογένειές τους.
Σὲ κάποιο θρανίο, ἕνα μοναχικὸ ἀγόρι, καθόταν καὶ διάβαζε. Κατὰ τρόπο μαγικό, οἱ ἥρωες τοῦ βιβλίου πρόβαλαν ἐμπρὸς στὸ παιδὶ - ὁ Ἀλῆ Μπαμπᾶ μὲ τὴν ἀνατολίτικη φορεσιά του, ὁ Ροβινσῶν Κροῦσος μὲ τὸν παπαγάλο του στὸν ὦμο, κι ἄλλοι πολλοί. Στὴν ἀρχὴ ὁ Σκροῦτζ ἐνθουσιάστηκε βλέποντας τοὺς ἥρωες τῶν σχολικῶν του χρόνων. Ἔπειτα, ὅμως, κατάλαβε. Τὸ μοναχικὸ ἀγόρι, μὲ μοναδικὴ παρέα τὰ βιβλία, ἦταν ὁ ἐαυτός του. Κάθησε, τότε, σ᾿ ἕνα θρανίο καὶ ἔκλαψε πικρά.
«Πᾶμε τώρα νὰ ἐπισκεφτοῦμε κάποια ἄλλα Χριστούγεννα», τοῦ πρότεινε τὸ Πνεῦμα.
Καθὼς μιλοῦσε, παρατήρησε ὅτι τὸ παιδὶ μεγάλωσε κι ἔγινε ἔφηβος. Ὁ Σκροῦτζ ἤξερε πολὺ καλὰ ὅτι ὁ νεαρὸς ἦταν πάλι μόνος. Οἱ ἄλλοι μαθητὲς θὰ ἐπέστρεφαν στὰ σπίτια τους γιὰ τὶς διακοπές.
Ξαφνικά, ἡ πόρτα ἄνοιξε. Μιὰ νέα καὶ ὄμορφη κοπέλα μπῆκε τρέχοντας στὴν αἴθουσα. Ἦρθε καὶ τὸν ἀγκάλιασε.
«Ἀδελφούλη μου», τοῦ φώναξε. «Ἦρθα νὰ σὲ πάρω. Θὰ πᾶμε στὸ σπίτι νὰ γιορτάσουμε τὰ Χριστούγεννα!».
«Στὸ σπίτι, Φάντ;» ρώτησε ὁ νεαρὸς Σκροῦτζ.
«Ναί, ζήτησα ἀπὸ τὸν πατέρα νὰ σ᾿ ἀφήσει νὰ ξαναγυρίσεις γιὰ πάντα στὸ σπίτι. Συμφώνησε. Δὲ θὰ ξαναπᾶς ἐσωτερικὸς στὸ σχολεῖο!», τοῦ ξαναφώναξε χαρούμενη.
«Εἶναι πολὺ γλυκιὰ μὲ χρυσή, μὲ χρυσὴ καρδιά», σχολίασε τὸ Πνεῦμα. «Νομίζω ὅτι πέθανε νέα, πάνω στὴ γέννα!».
«Ναί...» ἀπάντησε σκεφτικὸς ὁ Σκροῦτζ.
Βγῆκαν ἀπὸ τὸ σχολεῖο καὶ περιπλανήθηκαν στοὺς δρόμους. Οἱ βιτρίνες τῶν καταστημάτων ἦταν στολισμένες γιὰ τὰ Χριστούγεννα. Τὸ Πνεῦμα στάθηκε ἐμπρὸς σ᾿ ἕνα κατάστημα καὶ ρώτησε τὸν Σκροῦτζ ἂν τὸ ἀναγνωρίζει. Ἐκεῖνος κούνησε τὸ κεφάλι καὶ εἶπε: «Ἐδῶ πρωτοεργάστηκα σὰν μαθητευόμενος!».
Μπῆκαν μέσα. Ἕνας ἡλικιωμένος κύριος καθόταν στὸ γραφεῖο.
«Αὐτὸς εἶναι ὁ γερό-Φέζιβικ!.. Ὁ γερό-Φέζιβικ ἀναστημένος!..» φώναξε μ᾿ ἐνθουσιασμὸ ὁ Σκροῦτζ.
Ἐκείνη τὴ στιγμή, ὁ νεαρὸς Σκροῦτζ κι ἕνας ἄλλος μαθητευόμενος μπῆκαν στὴν αἴθουσα.
«Μαζέψτε τα ὅλα», τοὺς εἶπε ὁ Φέζιβικ, «νὰ ἑτοιμάσουμε τὴ γιορτή!».
Οἱ μαθητευόμενοι δὲν περίμεναν νὰ τὸ ἀκούσουν δεύτερη φορά. Πρὶν προλάβει ὁ γέρο-Σκροῦτζ ν᾿ ἀνοιγοκλείσει τὰ μάτια, ὅλα ἦταν καθαρὰ καὶ τακτοποιημένα. Σὲ λίγο ἄρχισαν νὰ καταφθάνουν οἱ καλεσμένοι. Ἡ γιορτὴ εἶχε ὀργανωθεῖ γιὰ ὅλους τοὺς ὑπαλλήλους τοῦ Φέζιβικ.
Σύντομα ἡ μουσικὴ καὶ ὁ χορὸς ἄναψαν τὸ κέφι γιὰ τὰ καλά. Προσφέρθηκαν γλυκίσματα καὶ ποτά. Ἦταν πιὰ ἀργὰ ὅταν ξεκίνησαν νὰ φύγουν οἱ καλεσμένοι. Ὁ κύριος καὶ ἡ κυρία Φέζιβικ ἕσφιξαν τὰ χέρια ὅλων καὶ τοὺς εὐχήθηκαν «Καλὰ Χριστούγεννα!». Ἕσφιξαν τὰ χέρια ἀκόμη καὶ τῶν νεαρῶν μαθητευομένων πρὶν πᾶνε στὰ κρεβάτια τοὺς στὸ πίσω μέρος τοῦ καταστήματος. Ὁ γέρο-Σκροῦτζ ἔδειχνε ξετρελαμένος καθὼς παρακολουθοῦσε αὐτὴ τὴ σκηνή. Ἔνιωθε τόση χαρά, λὲς καὶ συμμετεῖχε πραγματικὰ στὴ γιορτή. Ἀργὰ τὴ νύχτα τὸ Πνεῦμα καὶ ὁ Σκροῦτζ ἄκουσαν τοὺς μαθητευομένους νὰ κουβεντιάζουν ξαπλωμένοι στὰ κρεβάτια τους. Παίνευαν τὸ γέρο-Φέζιβικ καὶ τὸν εὐγνωμονοῦσαν γιὰ τὴν ὡραία γιορτὴ ποὺ τοὺς ἑτοίμασε.
«Καὶ τοῦ κόστισε μόνο τρεῖς ἢ τέσσερις λίρες», σχολίασε κάπως εἰρωνικὰ τὸ Πνεῦμα. «Ἔξοδο ποὺ ἄξιζε τὸν κόπο!». «Τὸ κόστος δὲν ἦταν ὑλικό», διαμαρτυρήθηκε ὁ Σκροῦτζ. «Ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὰ χρήματα, ἡ γιορτὴ θὰ εἶχε ἐπιτυχία γιατί ὁ Φέζιβικ ἦταν καλὸς ἄνθρωπος καὶ πάντοτε ἀκτινοβολοῦσε χαρὰ κι εὐτυχία!».
Ξαφνικὰ ὁ Σκροῦτζ ἔκοψε τὴν κουβέντα του ἀπότομα.
«Τί σοῦ συμβαίνει;» τὸν ρώτησε τὸ Πνεῦμα. «Μήπως ἔγινε κάτι ποὺ σὲ τάραξε;».
«Ὄχι, τίποτα... Νά, θὰ ἤθελα μόνο νὰ ἔχω πεῖ κάτι στὸν κλητήρα μου».
Ἡ σκηνὴ ἄλλαξε. Τώρα ὁ Σκροῦτζ ἦταν πλέον ὥριμος ἄντρας. Καὶ μία νέα γυναίκα ἐγκατέλειπε τὸ σπίτι. Ἔκλαιγε ἡ καημένη, βουβά. Γύρισε καὶ τοῦ εἶπε:
«Κάποτε ἤμασταν φτωχοὶ ἀλλὰ εὐτυχισμένοι. Τώρα σὲ κυβερνᾶ τὸ πάθος σου γιὰ τὸ χρῆμα!».
«Μά, μεταξύ μας, τίποτα δὲν ἄλλαξε», διαμαρτυρήθηκε ὁ Σκροῦτζ.
«Ἐγὼ ἔμεινα ἡ ἴδια. Ἐσὺ ὅμως ἄλλαξες. Δὲν μπορῶ νὰ σὲ παντρευτῶ. Σοῦ εὔχομαι κάθε εὐτυχία στὴ σταδιοδρομία ποὺ διάλεξες».
Καὶ μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ἡ γυναίκα βγῆκε στὸ δρόμο, ἐνῶ ὁ ἄντρας δὲ δοκίμασε νὰ τὴ σταματήσει.
«Πνεῦμα», φώναξε ὁ γέρο-Σκροῦτζ, «σταμάτα νὰ μὲ βασανίζεις, θέλω νὰ γυρίσω στὸ σπίτι. Δὲν ἀντέχω τὶς δυσάρεστες ἀναμνήσεις».
Μέσα σε μία στιγμὴ πέρασαν χρόνια. Καὶ ξαναεῖδαν τὴ νέα γυναίκα. Τώρα γελοῦσε τρισευτυχισμένη με τὴν κόρη της. Σὲ διαφορετικὲς περιστάσεις θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι τὸ παιδὶ τοῦ Σκροῦτζ. Ὁ πατέρας μπῆκε στὸ δωμάτιο. Ἡ μικρὴ ἔτρεξε καὶ τὸν φίλησε. Ἀγκαλιάστηκαν καὶ οἱ τρεῖς ἐμπρὸς στὸ ἀναμμένο τζάκι.
«Δὲν τὸ ἀντέχω», μούγκρισε ὁ γερο-Σκροῦτζ μὲ φωνὴ σπασμένη. Καὶ στράφηκε ἀπελπισμένος πρὸς τὸ Πνεῦμα, ποὺ μέσα στὴν ὁλοφώτεινη ἀνταύγεια τοῦ ἔμοιαζε σὰν νὰ εἰρωνεύεται τὴν ἀπελπισία του. Σὲ λίγο ἡ ὀπτασία τοῦ Πνεύματος ἄρχισε ν᾿ ἀπομακρύνεται καὶ νὰ σβήνει σιγὰ-σιγά, μέχρι ποὺ ἐξαφανίστηκε τελείως. Ὁ Σκροῦτζ ἔνιωσε ἀφάνταστα κουρασμένος. Τὰ μάτια τοῦ βάρυναν. Ξαναγύρισε στὴν κρεβατοκάμαρά του. Μόλις ποὺ πρόλαβε νὰ ξαπλώσει στὸ κρεβάτι κι ἔπεσε σὲ ὕπνο βαθύ.
Ὅταν ξύπνησε ὁ Σκροῦτζ, τὸ ρολόι χτυποῦσε μία. Μιὰ κατακόκκινη λάμψη ἐρχόταν ἀπ᾿ τὴ σάλα. Σηκώθηκε, φόρεσε τὴ ρόμπα του καὶ πῆγε νὰ δεῖ τί συμβαίνει. Ἡ σάλα εἶχε μεταμορφωθεῖ! Ἀπὸ τὸ πάτωμα ὡς τὸ ταβάνι ἦταν στολισμένη μὲ κισσό, λιόπρινο καὶ ἰξό. Στὸ τζάκι ἔκαιγε μία ζωηρὴ φωτιὰ καὶ στὴ γωνιὰ ὑψωνόταν ἕνας τεράστιος σωρὸς ἀπὸ φαγητὰ-γαλοποῦλες, χῆνες, πατάτες, μῆλα, καρύδια - ἐνῶ πάνω στὴν κορυφὴ καθόταν χαμογελαστὸς ἕνας γίγαντας μ᾿ ἕνα δαυλὸ ἀναμμένο στὸ ἀριστερό του χέρι.
«Εἶμαι τὸ Χριστουγεννιάτικο Πνεῦμα τοῦ Παρόντος», τοῦ φώναξε φιλικά. «Ἔλα!». Ὁ Σκροῦτζ παρατήρησε τὸ Πνεῦμα. Ἦταν ντυμένο μ᾿ ἕνα μακρὺ λευκὸ χιτώνα. Καὶ πάνω στὰ μακριὰ μαῦρα του μαλλιὰ φοροῦσε ἕνα στεφάνι ἀπὸ λιόπρινο.
«Πήγαινε μὲ ὅπου θέλεις», ξερόβηξε ὁ Σκροῦτζ. «Πῆρα ἤδη μερικὰ μαθήματα ἀπ᾿ τὸ συνάδελφό σου. Εἶμαι ἕτοιμος νὰ παρακολουθήσω καὶ τὰ δικά σου».
«Τότε πιάσου ἀπὸ τὸν ποδόγυρο τοῦ χιτῶνα μου», ἀπάντησε ὁ γίγαντας.
Ἡ χαρούμενη σάλα, ἡ διακόσμηση, τὰ φαγητά, ὅλα ἐξαφανίστηκαν.
Βρέθηκαν ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ ὑπαλλήλου του, τοῦ Μπὸμπ Κράτσιτ καὶ κοίταξαν ἀπὸ τὸ παράθυρο. Ἡ κυρία Κράτσιτ καὶ οἱ τρεῖς κόρες της φοροῦσαν παλιὰ φθαρμένα φορέματα, στολισμένα ὅμως μὲ κορδέλες γιὰ τὴ γιορτή, καὶ κάθονταν στὸ τραπέζι. Ξαφνικά, μπῆκαν τρέχοντας δυὸ ἀγοράκια.
«Μυρίσαμε γαλοπούλα ψητή! Τί καλά! Μοσχοβολᾶ ἀπὸ τὸ δρόμο!» φώναξαν μὲ ἐνθουσιασμό. Πίσω τοὺς ἐρχόταν ὁ πατέρας τους. Στοὺς ὤμους του κουβαλοῦσε τὸ μικρότερο γιό του, τὸν Τίμ. Τὸν ἀπέθεσε προσεκτικὰ στὸ πάτωμα. Τὸ παιδὶ ἦταν ἄρρωστο καὶ βάδιζε μὲ δεκανίκι.
Κάθησαν ὅλοι στὸ γιορτινὸ τραπέζι. Ἡ μικρὴ γαλοπούλα μοιράστηκε πολὺ προσεκτικὰ ὥστε νὰ φτάσει γιὰ ὅλους. Πάντως ἡ σκηνὴ ἦταν χαρούμενη. Οἱ δυὸ γονεῖς πρόσεχαν ἰδιαίτερα τὸν ἀνάπηρο Τίμ. Ἕνα χαμόγελο φώτισε τὸ χλωμό του προσωπάκι.
«Πνεῦμα», ρώτησε μὲ ξαφνικὸ ἐνδιαφέρον ὁ Σκροῦτζ, «ὁ μικρὸς Τὶμ θά... ζήσει ἀκόμη γιὰ πολύ;».
«Χμμ... τὸν περιβάλλουν σκιές. Ἂν τὸ μέλλον δὲν τὶς μεταβάλει, τὸ παιδάκι θὰ πεθάνει! Ἀλλὰ ἐσένα τί σὲ νοιάζει; Ἕνα στόμα λιγότερο σὲ τοῦτο τὸν πυκνοκατοικημένο κόσμο. Ἔτσι δὲν εἶναι;».
Ὁ Σκροῦτζ τότε θυμήθηκε ὅτι ὁ ἴδιος εἶχε ἐπαναλάβει πολλὲς φορὲς αὐτὴ τὴ φράση. Καὶ κατέβασε τὸ κεφάλι ντροπιασμένος.
Ξαφνικά, χωρὶς τὸ Πνεῦμα νὰ προσθέσει ἄλλη λέξη, βρέθηκαν στὸ σπίτι τοῦ ἀνιψιοῦ του. «Ὁ θεῖος Σκροῦτζ μᾶς θεωρεῖ τρελοὺς ποὺ γιορτάζουμε τὰ Χριστούγεννα. Κι ἔτσι, ἀρνήθηκε νὰ φάει μαζί μας σήμερα», εἶπε ὁ Φρέντ.
«Τί ἀπαίσιος ἄνθρωπος», ἀναστέναξε ἡ γυναίκα του ὑποτιμητικὰ καὶ οἱ καλεσμένοι κούνησαν τὰ κεφάλια γιατί συμφώνησαν μαζί της. Ἀλλὰ ὁ Φρὲντ πρόσθεσε πικραμένος: «Ἐγώ, πάντως, λυπᾶμαι εἰλικρινὰ ποὺ ὁ θεῖος ἔχασε μία εὐκαιρία νὰ χαρεῖ. Καὶ τώρα, παρ᾿ ὅλο ποὺ δὲ βρίσκεται μαζί μας, θὰ ἤθελα νὰ τοῦ ἐκφράσω τὶς καλύτερες εὐχές μου». Κι ἀμέσως σήκωσε τὸ ποτήρι καὶ ἤπιε στὴν ὑγειὰ τοῦ θείου του.
Γρήγορα ὅμως ἡ χαρούμενη ὁμήγυρη ξέχασε τὸν Σκροῦτζ. Ἔπαιξαν μουσική, χόρεψαν, διασκέδασαν μὲ παντομίμα. Ὁ Σκροῦτζ, ποὺ τόσο τοῦ ἄρεσε αὐτὸ τὸ παιχνίδι, συμμετεῖχε ὅλο χαρά, ξεχνώντας ὅτι κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ τὸν δεῖ ἢ νὰ τὸν ἀκούσει. Τὸ Πνεῦμα τὸν παρακολουθοῦσε κι ἔμοιαζε νὰ τὸ γλεντάει μαζί του. Ἀλλὰ σύντομα ἦρθε ἡ ὥρα νὰ φύγουν. «Ἔχουμε νὰ ἐπισκεφτοῦμε πολλὰ μέρη ἀκόμη ὥσπου νὰ περάσει ἡ νύχτα», εἶπε τὸ Πνεῦμα.
Καὶ ὁδήγησε τὸν Σκροῦτζ ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι. Περπάτησαν μέσα στὸ κρύο καὶ στὸ χιονόνερο, σὲ βρωμερὰ στενὰ καὶ δρομάκια περίεργα, κι ἀκόμη κάτω ἀπὸ τὶς σκοτεινὲς γέφυρες τῆς πόλης. Ἐκεῖ ὁ Σκροῦτζ εἶδε δυστυχισμένους ἀνθρώπους πού, κολλημένοι σφιχτὰ ὁ ἕνας πάνω στὸν ἄλλον, προσπαθοῦσαν νὰ ζεσταθοῦν. Ἀνάμεσα τοὺς τριγύριζαν παιδάκια ποὺ ζητιάνευαν φαγητὸ ἀπ᾿ τοὺς περαστικούς. Κάπου μακριά, ἕνα ρολόι σήμανε μεσάνυχτα.
Ὁ Σκροῦτζ, τρομοκρατημένος ἀπ᾿ τὴν τόση ἀθλιότητα, ἀναζήτησε τὸ γιγάντιο Πνεῦμα. Ἀλλὰ ἐκεῖνο εἶχε ἐξαφανιστεῖ.
Σὲ λίγο, ἕνα ἄλλο φάντασμα, τυλιγμένο στὴν ὁμίχλη, προχώρησε ἀργὰ πρὸς τὸν Σκροῦτζ. Παρατήρησε ὅτι τὸ Πνεῦμα αὐτὸ φοροῦσε μία τεράστια μαύρη κάπα καὶ μία κουκούλα ποὺ τοῦ ἔκρυβε ἐντελῶς τὸ πρόσωπο. Ὁ Σκροῦτζ παραλίγο νὰ λιποθυμήσει ἀπὸ τὸν τρόμο του.
«θὰ πρέπει νὰ εἶσαι τὸ Χριστουγεννιάτικο Πνεῦμα τοῦ Μέλλοντος», ψιθύρισε. «Τί μοῦ ἐπιφυλάσσει τὸ μέλλον; Ἴσως ν᾿ ἀλλάξω... Εἶμαι ἕτοιμος νὰ σὲ ἀκολουθήσω».
Παρὰ τὰ γενναῖα του λόγια, ὁ Σκροῦτζ φοβόταν τόσο πολὺ αὐτὸ τὸ φάντασμα, ὥστε τὰ πόδια του ἄρχισαν νὰ τρέμουν. Δὲν μποροῦσε νὰ κάνει βῆμα. Τὸ Πνεῦμα παρέμεινε ἀκίνητο περιμένοντας ὑπομονετικὰ τὸν Σκροῦτζ μέχρι νὰ συνέλθει. Ἔπειτα κινήθηκε ἀθόρυβα. Καὶ ὁ Σκροῦτζ τὸ ἀκολούθησε σὰν νὰ τὸν τύλιξε ἡ κάπα τοῦ Πνεύματος, ποὺ τὸν παρέσυρε στὸ ἄγνωστο.
Κοσμοσυρροὴ καὶ ὀχλαγωγία στὸ χρηματιστήριο. Τὸ Πνεῦμα μὲ τὸν Σκροῦτζ ἀνάμεσα στοὺς χρηματιστὲς καὶ στοὺς ἐμπόρους. «Πότε πέθανε;» ρώτησε κάποιος ἀπὸ τὸ πλῆθος. «Χθὲς βράδυ, νομίζω», ἀπάντησε ἕνας ἄλλος. «Δὲν πιστεύω νὰ πάτησε κανεὶς στὴν κηδεία του», σχολίασε ἕνας τρίτος. «Ἐπιτέλους ξεκουμπίστηκε... Τὸν σιχαίνονταν ὅλοι!».
Ὁ Σκροῦτζ ἔνιωσε οἶκτο γι᾿ αὐτὸν ποὺ μιλοῦσαν. Ἀναρωτήθηκε γιὰ ποιὸ λόγο νὰ τὸν ἔφερε τὸ Πνεῦμα σὲ τοῦτο τὸ μέρος. Ἔπειτα ἀναγνώρισε κάποιον ἄλλο χρηματιστὴ στὴ συνηθισμένη του θέση. Μάταια ὅμως ἔψαξε νὰ βρεῖ καὶ τὸν ἑαυτό του.
«Ἴσως», σκέφτηκε, «ὁ Σκροῦτζ τοῦ μέλλοντος θὰ παρατήσει τὶς συναλλαγὲς καὶ θὰ στραφεῖ πρὸς ἄλλες δραστηριότητες...».
Γύρισε νὰ ρωτήσει τὸ Πνεῦμα. Ἀλλὰ ἐκεῖνο ἐξακολουθοῦσε νὰ σωπαίνει. Σήκωσε μόνο τὸ χέρι καὶ ἔδειξε μὲ τὸ μακρύ του δάχτυλο πρὸς κάποια κατεύθυνση. Ἦταν καιρὸς νὰ συνεχίσουν τὸ ταξίδι τους. Ὁ γέροντας ἔνιωσε νὰ διαπερνᾶ τὴ ραχοκοκαλιά του κρύος ἱδρώτας.
Ἔφτασαν σὲ μία κακόφημη γειτονιὰ τῆς πόλης. Ὁ Σκροῦτζ δὲν εἶχε ξαναπατήσει τὸ πόδι του ἐκεῖ. Στὴν ἄκρη ἑνὸς βρώμικου στενοῦ βρισκόταν ἕνα ἄθλιο καταγώγιο-φωλιὰ λωποδυτῶν! Μέσα, τρεῖς κλέφτες, ἕνας ἄντρας καὶ δυὸ γυναῖκες, μὲ τρύπια ροῦχα, μοιράζονταν τὴ λεία τους. Οἱ πεταμένες πάνω στὸ πάτωμα κουρτίνες ἦταν ἴδιες μ᾿ ἐκεῖνες τῆς κρεβατοκάμαρας τοῦ Σκροῦτζ.
«Καλὰ ποὺ κάναμε καὶ τὰ ἁρπάξαμε», κακάρισε ἡ μία γυναίκα. «Ἔτσι κι ἀλλιῶς, κανεὶς δὲν πρόκειται νὰ ἐνδιαφερθεῖ γιὰ τὰ πράγματά του», πρόσθεσε ὁ ἄντρας.
«Ἂ τὸ γέρο-τσιγκούνη», ἔβρισε ἡ ἄλλη γυναίκα. «Ἂν ἦταν ἐντάξει ἄνθρωπος, κάποιος θὰ βρισκόταν δίπλα του τὴν ὥρα ποὺ πέθαινε». Ὁ Σκροῦτζ παρακολουθοῦσε ἀηδιασμένος τὴν κουβέντα τους. «Πνεῦμα», φώναξε. «Πᾶμε νὰ φύγουμε, σὲ παρακαλῶ, ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἀπαίσιο μέρος». Ἀλλὰ ἡ σιωπὴ τοῦ Πνεύματος τοῦ πάγωσε τὸ αἷμα.
«Πνεῦμα», κλαψούρισε ὁ Σκροῦτζ, «βοήθησέ με νὰ ξεχάσω τούτη τὴ θλιβερὴ σκηνή. Πήγαινέ με σ᾿ ἕνα μέρος ὅπου οἱ ἄνθρωποι μιλοῦν εὐγενικὰ γιὰ τοὺς νεκρούς...».
Τὸ Πνεῦμα τὸν ὁδήγησε τότε σὲ δρόμους γνωστούς, πίσω στὸ σπίτι τοῦ Μπὸμπ Κράτσιτ. Ἡ γυναίκα καὶ τὰ παιδιά του ἦσαν ὅλοι μαζεμένοι γύρω ἀπὸ τὴ φωτιά. Ὅμως τὸ φτωχικὸ δωμάτιο ἦταν παράξενα σιωπηλό.
«Δὲ θὰ ἀργήσει ὁ πατέρας σας», εἶπε ἡ κυρία Κράτσιτ. «Ἔχει καθυστερήσει μόνο λίγα λεπτά», εἶπε κάποιο ἀπὸ τὰ παιδιά. «Τοῦτες τὶς μέρες βαδίζει πιὸ ἀργά».
«Ἄχ!» ἀναστέναξε ἕνα ἄλλο. «Ὅταν κουβαλοῦσε τὸν Τὶμ στοὺς ὤμους ἐρχόταν τρεχάτος γιὰ τὸ σπίτι».
Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ὁ Μπὸμπ Κράτσιτ μπῆκε στὸ σπίτι. Εἶχε τὰ μάτια κατακόκκινα σὰν νὰ εἶχε κλάψει. Χαιρέτησε ὅμως τρυφερὰ ἕνα-ἕνα τὰ παιδιά του. Ἔπειτα εἶπε: «Ποτὲ δὲν πρόκειται νὰ ξεχάσουμε τὸ μικρούλη μας τὸν Τίμ, ἔτσι; Ἡ ἀνάμνηση τοῦ τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς εὐγενείας του θὰ μᾶς κρατήσει γιὰ πάντα ἑνωμένους!».
«Ναί! Ναί!» φώναξαν τὰ παιδιά. «Ἔ, τότε, μὲ κάνετε νὰ νιώθω εὐτυχισμένος», ἀπάντησε ὁ Μπὸμπ «πολὺ εὐτυχισμένος!».
Ἀγκαλιάστηκαν ὅλοι. Καὶ δάκρυα γέμισαν τὰ μάτια τοῦ Σκροῦτζ.
«Πνεῦμα», εἶπε ὁ Σκροῦτζ, «σὲ λίγο θὰ χωρίσουμε. Δὲ θὰ μοῦ ἐξηγήσεις τὸ νόημα ὅλων αὐτῶν; θὰ ἤθελα νὰ δῶ καὶ τὴ δική μου πορεία στὸ μέλλον».
Ξαναβγῆκαν στὸ δρόμο καὶ προχωρώντας, βρέθηκαν ἔξω ἀπὸ τὸ γραφεῖο τοῦ Σκροῦτζ. Τὸ Πνεῦμα δὲν εἶχε πρόθεση νὰ σταματήσει. Τὸ μακρύ του δάχτυλο ἔδειχνε ἐμπρός.
«Σὲ παρακαλῶ, ἄφησε μὲ μία στιγμὴ νὰ δῶ πῶς θὰ εἶμαι στὸ μέλλον», ἱκέτευσε ὁ Σκροῦτζ. Τὸ Πνεῦμα κοντοστάθηκε σιωπηλό. Ὁ Σκροῦτζ κοίταξε ἀπὸ τὸ παράθυρο. Ἀναγνώρισε τὸ γραφεῖο του, ἀλλὰ ἡ ἐπίπλωση δὲν ἦταν πλέον ἡ δική του καὶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ καθόταν στὴν πολυθρόνα δὲν ἦταν ὁ Σκροῦτζ! Τὸ Πνεῦμα, ἀμίλητο πάντα, προχώρησε. Ὁ Σκροῦτζ ἀκολούθησε τὰ βήματά του. Μετὰ ἀπὸ λίγο ἔφτασαν σὲ μία καγκελόπορτα. Ὁ Σκροῦτζ γούρλωσε τὰ μάτια. Ἦταν τὸ νεκροταφεῖο. Τὸ Πνεῦμα πῆγε καὶ στάθηκε ἐμπρὸς ἀπὸ ἕναν τάφο. Ὁ Σκροῦτζ πλησίασε τρέμοντας. Πάνω στὴν ταφόπλακα διάβασε χαραγμένο τὸ ὄνομά του: «ΕΜΠΕΝΕΖΕΡ ΣΚΡΟΥΤΖ».
«Μά, τότε, στὸ χρηματιστήριο θὰ πρέπει νὰ μιλοῦσαν γιὰ μένα», κλαψούρισε, «καὶ οἱ κλέφτες λήστεψαν, μόλις πέθανα, τὸ δικό μου σπίτι!».
«Πνεῦμα, βοήθεια, βοήθεια!» φώναξε. «Δὲν θέλω νὰ τελειώσει ἔτσι ἡ ζωή μου. Μπορῶ... θέλω νὰ τὴν ἀλλάξω. Τὰ μαθήματα τῶν τριῶν πνευμάτων δὲν θὰ πᾶνε χαμένα. Μπορεῖς νὰ ἀλλάξεις τὸ μέλλον μου;».
Πάνω στὴν ἀγωνία τοῦ ὁ Σκροῦτζ ἀγκάλιασε τὸ Πνεῦμα ἀπὸ τὴ μέση. Ἀλλὰ ἡ κάπα ἦταν ἄδεια -τὸ Πνεῦμα ἔγινε ἀτμός- καὶ ὁ Σκροῦτζ ἀγκάλιαζε στὴν πραγματικότητα τὸ κάγκελο τοῦ κρεβατιοῦ του! Ναί, τοῦ δικοῦ του κρεβατιοῦ! Βρισκόταν πάλι στὴν κρεβατοκάμαρά του. Ἀνακουφισμένος ἀπὸ τὴν ἀγωνία, κλαίγοντας καὶ γελώντας, ἔτρεξε νὰ ἀγγίξει τὶς κουρτίνες. Ἦταν ἐκεῖ, στὴ συνηθισμένη τοὺς θέση. Βάλθηκε νὰ χοροπηδᾶ σ᾿ ὅλο τὸ σπίτι γεμάτος εὐτυχία. Ὅλα ἦταν στὴ θέση τους! Τίποτα δὲν εἶχε ἀλλάξει! Καὶ τὴ μεγάλη του χαρὰ διέκοψαν μόνο οἱ καμπάνες τῶν ἐκκλησιῶν, ποὺ χτυποῦσαν χαρούμενες σ᾿ ὅλη τὴν πόλη.
Ὁ Σκροῦτζ ἔτρεξε κι ἄνοιξε τὸ παράθυρο. Ὁ ἥλιος ἔλαμπε. Τὸ κρύο ἦταν τσουχτερό, ἀλλὰ τὸ πρωινὸ εὐχάριστο. «Τί ἡμέρα εἶναι σήμερα;», ρώτησε ἕνα ἀγόρι ποὺ περνοῦσε ἀπέξω. «Σήμερα ἔχουμε Χριστούγεννα!».
«Ἂ τότε, δὲν τὰ ἔχασα», φώναξε ὁ Σκροῦτζ. «Τὰ πνεύματα ἔκαναν τὴ δουλειὰ τοὺς μέσα σε μία μόνο νύχτα!».
«Ἀγόρι μου», ξαναεῖπε στὸ παιδί. «Τρέξε, σὲ παρακαλῶ, στὸ χασάπη καὶ πές του νὰ μοῦ φέρει τὴ μεγαλύτερη γαλοπούλα του. Θὰ σοῦ χαρίσω ἕνα σελίνι, ἴσως καὶ τρία, ἂν ἐπιστρέψεις μέσα σὲ πέντε λεπτά».
Τὸ παιδὶ δὲ δίστασε στιγμή. Ἔτρεξε γρήγορα καὶ ξαναγύρισε λαχανιασμένο, παρέα μὲ τὸν κρεοπώλη, ποὺ κουβαλοῦσε μία τεράστια γαλοπούλα.
«Θὰ τὴ στείλω στὸν Μπὸμπ Κράτσιτ», κρυφογέλασε ὁ Σκροῦτζ, «χωρὶς νὰ μάθει ποιὸς τοῦ τὴ δώρισε».
Τὸ πουλὶ ἦταν τόσο βαρύ, ὥστε ὁ Σκροῦτζ ἀναγκάστηκε νὰ καλέσει ἕνα ἁμάξι γιὰ νὰ τὸ μεταφέρει ὡς τὸ σπίτι τοῦ κλητῆρα του. Ὁ Σκροῦτζ, χαμογελώντας, πλήρωσε τὸ ἀγοράκι, τὸ χασάπη καὶ τὸν ἁμαξᾶ. Ἔνιωθε ὑπέροχα.
Ὁ Σκροῦτζ ἔκανε τὸ μπάνιο του, φόρεσε ἕνα καθαρὸ κοστούμι καὶ βγῆκε περίπατο. Βάδιζε μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα στὴ ράχη, παρατηρώντας τοὺς περαστικούς. Ὅλοι ἦταν χαρούμενοι. Μερικοὶ τοῦ εὐχήθηκαν «Καλὰ Χριστούγεννα!». Ὁ Σκροῦτζ ὁμολόγησε ὅτι ποτὲ δὲν εἶχε ἀκούσει πιὸ εὐχάριστα λόγια. Στὸ δρόμο συνάντησε ἕναν ἀπὸ τοὺς δυὸ κυρίους ποὺ τὴν προηγουμένη τὸν εἶχαν ἐπισκεφθεῖ γιὰ νὰ τοῦ ζητήσουν τὴ βοήθειά του γιὰ τοὺς φτωχούς.
«Καλέ μου κύριε», τοῦ φώναξε «πῶς εἶστε;».
Κι ὅταν ὁ ἄνθρωπος πλησίασε, ὁ Σκροῦτζ τοῦ ψιθύρισε κάτι στὸ αὐτί. Ἐκεῖνος τὸν κοίταξε κατάπληκτος. «Μιλᾶτε σοβαρά, κύριε Σκροῦτζ;» φώναξε. «Μὰ εἶστε πολὺ γενναιόδωρος!». «Μὴ μὲ εὐχαριστεῖτε», τοῦ ἀπάντησε ὁ Σκροῦτζ. «Κάντε μόνο τὸν κόπο νὰ περάσετε μία ἀπὸ αὐτὲς τὶς μέρες, ὅσο τὸ δυνατὸν πιὸ σύντομα, ἀπὸ τὸ γραφεῖο μου. Θὰ εἶναι δική μου εὐχαρίστηση!».
Στὸ τέλος, ὁ Σκροῦτζ κατέληξε ἐμπρὸς στὸ σπίτι τοῦ ἀνιψιοῦ του. Δίστασε γιὰ λίγο στὸ κεφαλόσκαλο. Ἀλλὰ μετὰ πῆρε τὴν ἀπόφαση καὶ χτύπησε τὸ κουδούνι. Ἡ ὑπηρέτρια τοῦ ἄνοιξε τὴν πόρτα.
«Τὸ ἀφεντικό σου εἶναι μέσα;» τὴ ρώτησε.
«Μάλιστα, κύριε. Περᾶστε. Κάθεται ἤδη μὲ τὴ σύζυγό του καὶ τοὺς καλεσμένους στὸ τραπέζι, θὰ σᾶς δείξω...».
«Δὲ χρειάζεται, καλή μου», τῆς ἀπάντησε ὁ Σκροῦτζ. «Γνωρίζω πολὺ καλὰ αὐτὸ τὸ σπιτάκι». Ἄνοιξε σιγανὰ τὴν πόρτα τῆς τραπεζαρίας καὶ ἔχωσε τὸ κεφάλι μέσα.
«Φρέντ», ρώτησε, «μπορῶ νὰ περάσω;».
«Ποιὸς εἶναι;» ρώτησε ἔκπληκτος ὁ ἀνιψιὸς τοῦ Σκροῦτζ γυρνώντας τὸ κεφάλι του.
«Ὁ θεῖος σου ὁ Σκροῦτζ», τοῦ ἀπάντησε. «Ἦρθα γιὰ τὸ χριστουγεννιάτικο τραπέζι ποὺ μὲ κάλεσες!».
Ὁ Φρὲντ καὶ ἡ γυναίκα του χάρηκαν πολὺ ποὺ τελικὰ ὁ Σκροῦτζ ἀποφάσισε νὰ τοὺς κάνει τὴν τιμή. Καὶ ἡ γιορτὴ ἐξελίχτηκε θαυμάσια. Τὸ γεῦμα ἦταν νοστιμότατο. Ἀκολούθησαν μουσικὴ καὶ χορός. Ἔπαιξαν διάφορα διασκεδαστικὰ παιχνίδια καὶ φυσικὰ παντομίμα. Ἀλλὰ τὸ καλύτερο ἀπ᾿ ὅλα ἦταν ἐκείνη ἡ ξέφρενη χαρὰ ποὺ ἔνιωθε μέσα του ὁ Σκροῦτζ.
Τὴν ἑπομένη, ὁ Σκροῦτζ πῆγε πολὺ νωρὶς στὸ γραφεῖο. Ἤθελε νὰ κάνει ἔκπληξη στὸν κλητήρα του, ποὺ ἤξερε ὅτι θὰ ἀργοῦσε νὰ φανεῖ στὴ δουλειά. Καὶ πράγματι, ὁ Μπὸμπ Κράτσιτ ἦρθε λίγο πρὶν τὶς δέκα. Κάθησε ἀθόρυβα στὴ θέση του, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι ὁ Σκροῦτζ δὲ θὰ ἔπαιρνε εἴδηση τὴν καθυστέρησή του.
«Ἄαα!» γκρίνιαξε τότε ὁ Σκροῦτζ προσπαθώντας νὰ μιμηθεῖ τὸ γνωστὸ κακότροπο ὕφος του. «Τί σημαίνει πάλι αὐτό;».
«Συ-συ-συγγνώμη, κύριε», τραύλισε ὁ Μπὸμπ Κράτσιτ, «δὲν πρόκειται νὰ ξαναργήσω».
«Καὶ πῶς μπορεῖς νὰ δίνεις τέτοιες ὑποσχέσεις;» τοῦ εἶπε μουτρωμένος ὁ Σκροῦτζ. Ὁ Μπὸμπ ἄρχισε νὰ τρέμει. Φοβήθηκε τὴν ἀπόλυση.
«Πάντως, γιὰ τούτη τὴ φορά...» συνέχισε ὁ Σκροῦτζ «νομίζω ὅτι πρέπει νὰ σοῦ αὐξήσω τὸ μισθό σου!».
Κατάπληκτος ὁ Μπὸμπ σκέφτηκε νὰ τρέξει γιὰ βοήθεια. Νόμισε ὅτι ὁ ἐργοδότης του τρελάθηκε!
«Καλὰ Χριστούγεννα, ἀγόρι μου», τοῦ εἶπε τότε ἤρεμος καὶ χαμογελαστὸς ὁ Σκροῦτζ, μὲ τρόπο τόσο εἰλικρινῆ, ὥστε τελικὰ τὸν ἔπεισε ὅτι τὰ εἶχε τετρακόσια. «Καὶ ὄχι μόνο θὰ σοῦ κάνω αὔξηση, ἀλλὰ θὰ βοηθήσω καὶ τὴν οἰκογένειά σου. Πήγαινε, ὅμως, πρῶτα σὲ παρακαλῶ, νὰ ἀγοράσεις κι ἄλλα κάρβουνα, θὰ ζεσταθοῦμε καλὰ κι ἔπειτα καθισμένοι δίπλα στὴ φωτιὰ θὰ συζητήσουμε ὅλες τὶς λεπτομέρειες.
Ὁ Σκροῦτζ κράτησε τὸ λόγο του. Καὶ σύντομα ὁ μικρὸς Τὶμ ξεπέρασε τὴν ἀρρώστια, ἀπέκτησε δυνάμεις κι ἔγινε ἕνα γελαστὸ καὶ ὄμορφο ἀγόρι, ποὺ ὁ Σκροῦτζ τὸ φρόντισε σὰν νὰ ἦταν δικό του παιδί. Ὁ πρώην τσιγκούνης ἔγινε πολὺ γενναιόδωρος κι ἦταν πάντα εὐγενικός με ὅλους. Μερικοὶ βέβαια τὸν κορόιδεψαν γιὰ τὴ μεταβολὴ τοῦ χαρακτήρα του. Ἀλλὰ ὁ Σκροῦτζ δὲν ἐνοχλήθηκε γιατί, ὅπως εἶπε πολὺ σοφά: «Καλύτερα νὰ σὲ περιγελοῦν παρὰ νὰ σὲ περιφρονοῦν!».
Ὁ Σκροῦτζ δὲν ξαναεῖδε τὰ πνεύματα. Ἀλλὰ ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα, ὅπως λένε, δὲν ὑπῆρχε ἄνθρωπος ποὺ νὰ γιορτάζει καλύτερα τὰ Χριστούγεννα ἀπὸ τὸν Ἐμπενέζερ Σκροῦτζ.

Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2012

Ο γέρος και τα τρία αδέλφια


Μια φορά κι έναν καιρό ήταν τρία αδέρφια και κίνησαν να πάν στα ξένα, για να βρουν δουλειά. Στο δρόμο που πήγαιναν έφτασαν σε μια ερημιά και κάθησαν σε μια βρύση κοντά να φάνει και να ξεκουραστούνε.
Εκεί που έτρωγαν , βλέπουν κι έρχεται ένας γέρος με το μπαστουνάκι του και τους χαιρετά:

-Ώρα καλή παλληκάρια!

-Πολλά τα έτη παππούλη, του είπαν εκείνα και το μικρότερο έκοψε ένα κομμάτι ψωμί και του είπε :

- Κάθισε παππούλη, και να λιγάκι ψωμί να φας.

Ο γέρος πήρε το ψωμί και κάθισε. Εκεί στην ερημιά ήταν πλήθος τα κοράκια. Λέει ο γέρος του μεγαλύτερου παιδιού.


-Τι θα ήθελες παιδί μου, να έχεις εδώ στον κόσμο που βρίσκεσαι;

-Θα ήθελα , του λέει, όλα αυτά τα κοράκια να ήταν πρόβατα και να ήταν δικά μου.

-Καλά, λέει ο γέρος. Αν όμως ερχόταν κανένας φτωχός και σου ζητούσε λίγο γάλα, θα του έδινες, άμα είχες τόσα πρόβατα;

-Θα του έδινα , λέει το παιδί, ό,τι ήθελε, γάλα, τυρί, μυτζήθρα , ό,τι ήθελε.

Ταπ ! Χτυπάει ο γέρος το ραβδί του στη γη κι έγιναν τα κοράκια πρόβατα. Άσπρισε ο τόπος από πρόβατα.

Σηκώθηκε το παιδί , μάζεψε τα πρόβατα κι έμεινε εκεί. Οι άλλοι δυο με το γέρο πήραν πάλι δρόμο. Πήγαν, πήγαν, έφτασαν σε ένα λόγγο.

Ρωτάει τώρα ο γέρος το δεύτερο :

-Τι θα ήθελες εσύ παιδί μου , να έχεις εδώ στον κόσμο που είσαι;

-Εγώ θα ήθελα παππούλη, όλα αυτά τα πουρνάρια να γίνουν ελιές και να είναι όλες δικές μου , είπε το παιδί.

-Καλά, του λέει ο γέρος. Αφού θα χεις τόσο λάδι, θα δίνεις και κανενός φτωχού;

-Θα δίνω , του λέει.

Ταπ ! Χτυπάει ο γέρος το ραβδί του στη γη και τα πουρνάρια έγιναν στη στιγμή ελιές. Και το παιδί αυτό , απόμεινε εκεί κι έκανε μαγαζιά, γέμιζε τα βαρέλια λάδι και τα φόρτωνε στα καράβια.
Ο μικρότερος αδερφός απόμεινε μονάχος με το γέρο και πήραν πάλι δρόμο. Σαν έφτασαν σε ένα σταυροδρόμι, κάθισαν στη βρύση που ήταν εκεί να ξεκουραστούν.

Λέει ο γέρος του παιδιού :

- Αμ δε ζητάς κι εσύ τίποτε;

-Εγώ παππούλη θα ήθελα από αυτή τη βρύση να τρέχει μέλι.

-Και θα δίνεις στους φτωχούς μέλι, άμα σου ζητούν;

-Θα δίνω!

Ταπ ! Χτυπά ο γέρος το ραβδί του στη γη κι αμέσως άρχισε να τρέχει μέλι από τη βρύση. Απόμεινε και το παιδί στο σταυροδρόμι, πουλούσε μέλι και μοίραζε και στους φτωχούς τους στρατοκόπους.
Ο γέρος έφυγε , πήγε στη δουλειά του.

Σαν πέρασε κάμποσος καιρός, το παιδί άφηκε έναν υπηρέτη στη βρύση να μοιράζει μέλι, κι αυτός ξεκίνησε να πάει να δει τα αδέρφια του γιατί τα πεθύμησε.
Εκεί που πήγαινε , κοιτάζει για ελιές, βλέπει ένα λόγγο από πουρνάρια. Πάει παρέκει, κοιτάζει για πρόβατα, βλέπει κοράκια κι ούτε λαδά ούτε τσέλιγκα
Eκει που στεκόταν κι απορούσε, βλέπει κι έρχεται πάλι ο γέρος εκείνος και του λέει :

-Είδες; Ό,τι είπαν τα αδέρφια σου δεν το έκαμαν ! Δεν έδιναν στους φτωχούς από τα καλά που τους χάρισα. Γι αυτό κι εγώ τους πήρα πίσω τις ελιές και τα πρόβατα . Συ όμως στάθηκες καλός και να έχεις την ευχή μου !

Και πριν τελειώσει το λόγο του, ο γέρος έγινε άφαντος....


Παρασκευή 17 Αυγούστου 2012

Ο βασιλιάς με τα γαϊδουρινά αυτιά ! ! (παιδικό παραμύθι)


Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς που ήταν πολύ λυπημένος
γιατί δεν είχε παιδιά. Σαν απελπίστηκε, πήγε σ΄ ένα μακρινό δάσος για
ν΄ ανταμώσει τρεις νεράιδες, που έμεναν εκεί και να τους πει τον πόνο του.
Οι νεράιδες τον λυπήθηκαν και του ΄ταξαν πως σ΄ένα χρόνο και μια
μέρα, θα είχε τον διάδοχο.
Και σ΄ένα χρόνο και μια μέρα, ούτε πάνω ούτε κάτω, η βασίλισσα
γέννησε παιδί.
Την άλλη νύχτα απ΄ την γέννησή του, οι τρεις νεράιδες φάνηκανμπροστά στην κούνια του, για να του κάνουν τα πεσκέσια τους.
Η πρώτη νεράιδα είπε:
- Θα ΄σαι το πιο όμορφο βασιλόπουλο του κόσμου.
Η δεύτερη είπε:
- Θα ΄σαι τίμιος και σοφός.
Η τρίτη νεράιδα, σαν άκουσε να του τάζουν τόσα όμορφα χαρίσματα, συλλογίστηκε λίγο και είπε:
- Μα θα ΄χεις και γαϊδουρινά αυτιά, για να μην γίνεις ποτέ
περήφανος.
Οι τρεις νεράιδες έκαναν τα πεσκέσια τους και χάθηκαν. Κι ό,τι
του ΄ταξαν έγινε στην ακρίβεια. Το βασιλόπουλο μεγάλωνε σα δέντρο
κι ομόρφαινε και γινόταν τίμιο και μυαλωμένο, αλλά τον ίδιο καιρό
μεγάλωναν και τ΄αυτιά του.
Ο βασιλιάς και η βασίλισσα είχαν φρίξει. Ποιός είχε ακούσει ποτέ
για βασιλόπουλο με γαϊδουρινά αυτιά; Πώς μπορούσε να περιμένει
σεβασμό και αγάπη από τους υπηκόους του, αν το έπαιρναν χαμπάρι;
Κι έτσι έκρυβαν τ΄ αυτιά του βασιλόπουλου, που φορούσε πάντα ένα
ειδικό κασκέτο.
Κατάφεραν λοιπόν, να κρατήσουν το μυστικό για το φοβερό
ελάττωμα του βασιλόπουλου και κανένας ποτέ δεν έμαθε τίποτα.
Όλοι πίστευαν πως ήταν το πιο όμορφο και πιο μυαλωμένο βασιλόπουλο
του κόσμου και περίμεναν πώς και πώς, πότε να ΄ρθει η μέρα για να
γίνει βασιλιάς.
Το καλό βασιλόπουλο μεγάλωνε κι έγινε ένα ψηλό και όμορφοπαλικάρι. Όσο ήταν μικρός, είχε τα μαλλιά του μακριά σαν κορίτσι,
μα τώρα δεν ήταν πια δυνατό και ήθελε μπαρμπέρη. Σαν ο βασιλιάς το
πήρε είδηση, στεναχωρήθηκε πολύ κι έμεινε ξάγρυπνος ολόκληρη νύχτα
και συλλογιόταν πως να βρει μπαρμπέρη για το βασιλόπουλο, δίχως να
φανερωθεί το μυστικό, που του΄φερνε ντροπή.
Κι επιτέλους, του ΄ρθε μια ιδέα. Φώναξε τον αρχηγό του συναφιού
των μπαρμπέρηδων, τον κάλεσε μονάχο στο τραπέζι του και του είπε με
βαριά φωνή:
- Μαστρο - μπαρπέρη, σε περιμένει μια μεγάλη τιμή.
Αποφάσισα να σε κάνω μπαρμπέρη του παλατιού, για το
βασιλόπουλο. Η δουλειά σου θα ΄ναι να ξυρίζεις το βασιλόπουλο
κάθε μέρα και να του κόβεις τα μαλλιά, μια φορά τη βδομάδα.
Δεν είναι δύσκολη δουλειά κι αν φερθείς φρόνημα θα σε κάνω
πλούσιο. Μα, αν πεις και μια κουβέντα γι΄ αυτό που θα δεις στη
δουλειά σου, είσαι άνθρωπος πεθαμένος.
Ο καλός μας μπαρμπέρης δεν ήξερε αν ήταν ξύπνιος ή έβλεπε όνειρο
και υποσχέθηκε πως θα ΄κλεινε το στόμα του σαν τάφος. Την ίδια κιόλας
μέρα, τον έκαναν επίσημα μπαρμπέρη του βασιλόπουλου. Έμενε στο
παλάτι, έτρωγε απ΄ την κουζίνα, έπαιρνε μέρος στα συμβούλια, είχε ό,τι
μπορούσε να πεθυμήσει και ήταν πιο χαρούμενος και ευτυχισμένος από
πολλούς άλλους.
Μα η χαρά του δεν κράτησε πολύ. Δεν είχε περάσει μήνας κι ο
μπαρμπέρης του βασιλόπουλου άρχισε να γίνεται κίτρινος, ν΄αδυνατίζει
και να λειώνει σαν να ΄ταν άρρωστος. Μα δεν ήταν άρρωστος.
Τον βάραινε πολύ το μυστικό με τ΄ αυτιά του βασιλόπουλου, που δεν
μπορούσε να το πει σε κανέναν στον κόσμο.
Ο κακότυχος μπαρμπέρης, πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Μια
μέρα, που με το ζόρι μπόρεσε να κρατήσει το ψαλίδι και το ξυράφι στο
χέρι απ΄την ανημποριά του, πήγε στο δάσος να ζητήσει ορμήνια από έναν
ερημίτη.
Ο ερημίτης τον άκουσε και του είπε:
- Αν είναι τούτο το μυστικό που σε βασανίζει, βρες μια ερημιά,
σκάψε μια τρύπα στο χώμα και πες στην τρύπα το μυστικό σου.
Θα θάψεις εκεί το βάσανό σου και η γη δεν θα σε προδώσει.
Ο καλός μπαρμπέρης ευχαρίστησε το γέρο και στη στιγμή έκανε ό,τι
τον είχε ορμηνέψει. Η ορμήνια του ερημίτη ήταν πολύ καλή: σαν ο
μπαρμπέρης είπε το φοβερό του μυστικό στην τρύπα που ΄σκαψε σε
μακρινό τόπο, ένοιωσε στη στιγμή καλύτερα. Γέμισε πάλι καλά - καλά
την τρύπα με χώμα και γύρισε σπίτι του τραγουδώντας.
Σε λίγο καιρό, φύτρωσαν όμορφα καλάμια στον τόπο όπου ο
μπαρμπέρης είχε σκάψει την τρύπα για να ξεφορτωθεί το μυστικό του.
Μια μέρα, μερικοί τσοπάνοι πέρασαν από ΄κει με τα πρόβατά τους κι
έκοψαν κάνα - δυο καλάμια για να κάνουν σουραύλια.
Μα αλίμονο, τιι έγινε τότε; Αν άρχισαν να παίζουν τα σουραύλια,
μια παράξενη φωνή βγήκε απ΄ τα καλάμια:
Το βασιλόπουλό μας έχει γαϊδουρινά αυτιά,
το βασιλόπουλό μας έχει γαϊδουρινά αυτιά.
Η ιστορία με τα μαγικά σουραύλια και το παράξενο τραγούδι τους,
σκόρπισε σ΄όλη τη χώρα σαν αστραπή. Δεν χρειάστηκε πολύ για να
φτάσει και στο παλάτι και στ΄αυτιά του βασιλιά.
Σαν ο βασιλιάς άκουσε το φοβερό μαντάτο, φώναξε τους τσοπάνους
και τους πρόσταξε να παίξουν. Μα, οι φουκαράδες, όσο κι αν πάρχιζαν,
απ΄τα σουραύλια τους δεν έβγαινε παρά τούτο το παράξενο τραγούδι:
Το βασιλόπουλό μας έχει γαϊδουρινά αυτιά, το βασιλόπουλό μας έχει γαϊδουρινά αυτιά.
Ο βασιλιάς δοκίμασε να παίξει κι ο ίδιος ένα σουραύλι, μα τίποτα δενάλλαξε. Ο βασιλιάς ήταν πολύ θυμωμένος. Ποιός άλλος μπορούσε να τον
έχει προδώσει, εκτός απ΄τον μπαρμπέρη του παλατιού; Είπε να τον
φέρουν μπροστά του και χωρίς κουβέντα, πρόσταξε να του πάρουν το
κεφάλι.
Τότε όμως, σηκώθηκε το βασιλόπουλο, έβγαλε το κασκέτο του μπροστάσε όλους και είπε:
- Όχι, βασιλιά μου και πατέρα μου, δεν πρέπει να καταδικάσεις
τον μπαρμπέρη μόνο και μόνο επειδή είπε την αλήθεια.
Άσε να δει όλος ο κόσμος ό,τι κρύβαμε τόσον καιρό. Αν το
θελήσει ο Θεός, θα γίνω καλός βασιλιάς είτε έχω είτε δεν έχω
αυτιά γαϊδάρου.
Έτσι γλίτωσε ο μπαρμπέρης χάρη στο βασιλόπουλο. Μα μπορείτε να
φανταστείτε τη χαρά όλων, και πιο πολύ του βασιλιά και της βασίλισσας,
όταν ξαφνικά είδαν πως το βασιλόπουλο δεν είχε πια εκείνα τα σταχτιά,
γαϊδουρινά αυτιά !!! Τι είχε γίνει;
Η τρίτη νεράιδα, σαν ένιωσε πως η καρδιά του βασιλόπουλου δενείχε περηφάνια, έλυσε τα μάγια.
Μπορείτε λοιπόν να καταλάβετε, πως όλοι ήταν ευχαριστημένοι μετούτο το χαρούμενο τέλος. Ο λαός ήταν ευχαριστημένος, το παλάτι ήτανευχαριστημένο, ο βασιλιάς ήταν ευχαριστημένος, το βασιλόπουλο ήτανευχαριστημένο και βέβαια ήταν ευχαριστημένος και ο μπαρμπέρης.Στο κάτω - κάτω, κόντεψε να χάσει τη ζωή του γι΄αυτή την ιστορία. Από τότε, τα σουραύλια που τον είχαν προδώσει, δεν είπαν πιατο τραγούδι για τ΄αυτιά του βασιλόπουλου, μ΄ όλο που τα πιτσιρίκια,κάθε τόσο και πολύ μυστικά, πασχίζουν να τα κάνουν να το ξαναπούν.


Τρίτη 14 Αυγούστου 2012


Το παραμύθι ¨ταξιδεύει¨ μικρούς και μεγάλους σε έναν κόσμο, φανταστικό και συνάμα κοντά στις επιθυμίες του καθένα, σε μέρη που κανένας μας δε μπορεί να φτάσει... Το φανταστικό στοιχείο, ¨παντρεύεται¨ με το αληθινό, αφήνοντας τον αναγνώστη να φτάσει στη μαγική χώρα που έχει φανταστεί ο παραμυθούλης, ή αλλιώς ο ήρωας/ες του παραμυθιού.... Ας καθίσουμε λοιπόν κάπου άνετα, στον καναπέ μας ή στο κρεβάτι (ακόμα και σε μια παραλία, γιατί οχι...)και ας διηγηθούμε ένα παραμύθι στο παιδί μας!Πριν ξεκινήσει η αφήγησή μας, ας πούμε στα παιδιά τα λόγια του φίλου τους του Φασουλή που βγαίνει  από το πολύχρωμο κουτί του:
 ¨Κόκκινη κλωστή δεμένη,στην ανέμη τυλιγμένη,δώσ’ της κλώτσο να γυρίσει,παραμύθι ν’ αρχινίσει.
Παραμύθι μύθι μύθι,το κουκί και το ρεβύθι, εμαλώνανε στη βρύση. 
Πέρασε και η φακή και τα βάζει φυλακή.Μα η φάβα της φωνάζει:”Φακή, βγάλτα, δεν πειράζει.”… 
Καλησπέρα πρύμα πλώραμε τα παλικάρια όλα.Καλησπέρα νοικοκύρη,τίμιε καραβοκύρη
.Μια φορά κι ένα ζαμάνιείχαν οι Τούρκοι ραμαζάνικι οι Ρωμιοί Πάσκακι οι  Εβραίοι Φάσκα.
Ψέματα κι αλήθειαετσι είν’ τα παραμύθια.Παραμύθι μύθαρος,η κοιλιά σας πίθαρος.
Και ετρώγαν και επίνανκι εψοφούσαν απ’ την πείνα…¨